φυλογένεση — η (βιολ.), η φυλογονία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλογένεση ή φυλογονία — Η επιστήμη που εξετάζει τη γένεση και την εξέλιξη των φυτών, των ζώων και των διαφόρων γενών και ειδών τους, σε συνάρτηση με τους διάφορους σταθμούς εξέλιξης της Γης. Οι κυριότερες πηγές της φ. είναι η παλαιοντολογία, η συγκριτική ανατομία και η… … Dictionary of Greek
φυλογενετικός — ή, ό, Ν 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυλογένεση, που σχετίζεται με την εξελικτική ιστορία και τη γραμμή καταγωγής ενός είδους ή μιας ανώτερης ταξινομικής μονάδας, δηλαδή που περιγράφει τα στάδια τής εξελικτικής ιστορίας τών ομάδων… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
εγώ — Προσωπική αντωνυμία του πρώτου προσώπου, με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του, σε αντιδιαστολή προς το εσύ (δεύτερο πρόσωπο) και το αυτός (τρίτο πρόσωπο). (Φιλοσ.) Στη σύγχρονη φιλοσοφία η αντωνυμία ε. ως ουσιαστικό… … Dictionary of Greek
μονοσυλλαβισμός — Θεωρία περί της καταγωγής των γλωσσών, σύμφωνα με την οποία στην αρχική τους φάση οι ανθρώπινες γλώσσες αποτελούνταν από μονοσύλλαβα. Η πρώτη μνεία του μ. γίνεται στη Νέα Επιστήμη του Τζανμπατίστα Βίκο (17ος αι.) κατά τον οποίο, παρατηρώντας τη… … Dictionary of Greek
οντογένεση — η βιολ. το σύνολο τών διαδικασιών και τών σταδίων ανάπτυξης ενός οργανισμού από τη στιγμή τής γονιμοποίησης ή τής μονογαμικής αναπαραγωγής μέχρι το τέλος τής ζωής του, σε αντιδιαστολή με τη φυλογένεση, που αναφέρεται στην εξελικτική πορεία τού… … Dictionary of Greek
φυλογονία — η, Ν η φυλογένεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλο / φυλή + γονία (< γονος < γόνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκ. Παπαϊωάννου] … Dictionary of Greek
φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… … Dictionary of Greek
βιογενετική — Το σύνολο των θεωριών που ασχολούνται με τις πηγές της ζωής και την εξέλιξη των οργανισμών. Οι θεωρίες αυτές διακρίνονται σε βιογενετικές και σε αβιογενετικές. Οι πρώτες υποστηρίζουν ότι η ζωή είναι τόσο παλιά όσο και το σύμπαν και επομένως,… … Dictionary of Greek